πεντέλιτρον

πεντέλιτρον
τὸ, Α
βλ. πεντάλιτρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πεντάλιτρος — και πεντέλιτρος ον, Α 1. αυτός που έχει βάρος πέντε λίτρων 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντέλιτρον βάρος πέντε λιτρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * πέντε + λιτρος (< λίτρα), πρβλ. δεκά λιτρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”